Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑγρινιώτης
ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~m~ di Agri`nio Αγρινιώτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αγρινιώτης ^-η, ο^] 2 abita`nte ~f~ di Agri`nio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |