Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριο–  
πρόθεμα

[primo elemento di composti nei quali significa:] selva`ggio, selva`tico, fero`ce

άγριον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [άγριο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αγρινιώτισσα αγριοαγκαθιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---