Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγριάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 aspe`tto ~m~ selva`ggio
2 fero`cia ~f~; selvaticità ~f~ αγριάδα στο βλέμμα==sguardo feroce
3 atteggiame`nto ~m~ rude, da duro δεν πέρνουν σε μένα οι αγριάδες του==non può fare il duro con me
4 fu`ria ~f~ η αγριάδα της θάλασσας==la furia del mare
5 botanica grami`gna ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγριαγκινάρα αγριάμπελη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---