Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγόρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

raga`zzo ~m~; ma`schio ~m~ έχω δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι==ho due figli, un ragazzo e una ragazza | ένα έξυπνο αγόρι==un ragazzo sveglio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγορήτρια αγορίστικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---