Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγοράκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bambi`no ~m~; fanciu`llo ~m~
2 fantoli`no ~m~; pupo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγοραίος αγορανομία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα αγοράκι = un bambino [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---