Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγονος  
επίθετο

1 essere vivente ste`rile; infecondo
2 luogo; terreno improdutti`vo; infruttuo`so; a`rido άγονο νησί==isola arida
3 ((figurato)) ste`rile; vano άγονη προσπάθεια==tentativo vano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγονία αγορά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


άγονη γραμμή = linea [θηλ.] marittima secondaria


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---