Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγορά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 πράξη acqui`sto ~m~ κάνω μια καλή αγορά==fare un buon acquisto
2 τόπος merca`to ~m~ πήγε στην αγορά να ψωνίσει==è andato al mercato a fare la spesa
3 scambi ~mp~ commercia`li; merca`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγονος αγοράζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η αγορά μεταχειρισμένων = mercatino [αρσ.] dell'usato || η λαϊκή αγορά = mercato [αρσ.] rionale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---