Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρομιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 sporci`zia ~f~; sudiciu`me ~m~; sporco ~m~ πρέπει να καθαρίσουμε τη βρομιά απ' το χαλί==bisogna togliere lo sporco dal tappeto 2 ((figurato)) sporci`zia ~f~; porcheri`a ~f~; porca`ta ~f~ μια ταινία γεμάτη βρομιές==un film pieno di porcherie | να πάτε αλλού να κάνετε τις βρομιές σας!==andate da un'altra parte a fare le vostre porcate! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |