Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρομερός
επίθετο sporco; sudicio: sozzo; puzzolente ((anche in senso figurato)) βρομερά ρούχα==vestiti sporchi | ένα βρομερό υποκείμενο==uno sporco individuo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |