Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρόμα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sporci`zia ~f~; sudiciu`me ~m~ μας έφαγε η βρόμα εδώ μέσα==qua dentro siamo sommersi dalla sporcizia
2 puzzo ~m~; puzza ~f~; lezzo ~m~; catti`vo odo`re ~m~ από πού έρχεται αυτή η βρόμα;==da dove viene questa puzza?
3 ((figurato)) sudicio`na ~f~; sporcaccio`na ~f~ τα κατάφερε και τούς χώρισε, η βρόμα!==quella sporcacciona è riuscita a separarli!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρογχοτομή βρομάνθρωπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---