Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρομίζομαι
ρήμα παθητικό

1 imbratta`rsi
2 imbroda`rsi
3 imbrodola`rsi
4 impatacca`rsi

βρομίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 sporca`re; insudicia`re κοίτα πώς τα βρόμισες τα παπούτσια σου!==guarda come hai sporcato le scarpe! | βρόμισα τα χέρια μου==mi sono sporcato le mani
2 ((figurato)) macchia`re; insudicia`re; disonora`re βρόμισε την τιμή της οικογένειας==ha macchiato l'onore della famiglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρομιάρικος βρόμικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---