Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρόμιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

chimica bromo ~m~

βρώμιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [βρόμιο ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρόμικος βρόμισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---