Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρομόνερα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

collu`vie ~fp~

βρομονέρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [βρομόνερο ^-ου, το^]

βρομόνερο  
ουσιαστικό ουδέτερο

a`cqua ~f~ sporca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρομόλογο βρομόξυλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---