Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βροντή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 tuo`no ~m~
2 ((per estensione)) rombo ~m~; frago`re ~m~; rimbo`mbo ~m~ από μακριά ακούγονταν οι βροντές των κανονιών==si udiva in lontananza il rombo dei cannoni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βροντερότερος βρόντημα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αστραπές και βροντές = tuoni [αρσ. πλυθ.] e lampi [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---