Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρόντος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 tuo`no ~m~
2 tonfo ~m~; schia`nto ~m~ στο δάσος ακούγονταν δέντρα πού κόβονταν κι έπεφταν με βρόντο==si udiva nel bosco lo schianto degli alberi che venivano abbattuti+++μιλάω στο βρόντο==parlare a casaccio, a vanvera || parlare al vento | όλες μου οι προσπάθειες πήγαν στο βρόντο==tutti i miei sforzi sono stati vani

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βροντοκοπάω βροντόσαυρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---