Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβροντάει
ρήμα απρόσωπο tuo`na βροντά και αστράφτει==tuona e lampeggia βροντάω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [βροντώ] βροντώ ρήμα μεταβατικό ba`ttere rumorosame`nte; bussa`re forte κάποιος βροντά την πόρτα==qualcuno sta bussando forte (alla porta) βροντώ ρήμα αμετάβατο 1 sba`ttere βροντούν τα παντζούρια απ' τον αέρα==il vento fa sbattere le imposte 2 tuona`re; rintrona`re; rimbomba`re ώρες βροντούσαν τα κανόνια==i cannoni tuonarono per ore+++τα βροντάω==piantare baracca e burattini permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |