Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρογχικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός medicina affezio`ne ~f~ ai bronchi; bronchi`te ~f~ βροχικά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός variante di [βρογχικά ^-ών, τα^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |