Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρίσκομαι
ρήμα παθητικό 1 trova`rsi; e`sserci; e`ssere situa`to; e`ssere posto ο Όλυμπος βρίσκεται στη Θεσσαλία==l'Olimpo si trova in Tessaglia | το χωριό βρίσκεται στην όχθη της λίμνης==il villaggio è situato in riva al lago | στα μέρη μας δεν βρίσκονται τέτοια δέντρα==dalle nostre parti non ci sono alberi del genere | βρίσκομαι σε κίνδυνο==trovarsi in pericolo | βρίσκομαι σε αδιέξοδο==trovarsi in un vicolo cieco | οι έρευνες βρίσκονται σε καλό σημείο==le indagini si trovano a buon punto 2 ritrova`rsi; incontra`rsi; vede`rsi βρέθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια==si ritrovarono dopo molti anni | πού θa βρεθούμε απόψε;==dove ci incontriamo, troviamo, vediamo stasera? βρίσκω ρήμα μεταβατικό 1 trova`re δε βρίσκω το ρολόι μου==non riesco a trovare il mio orologio | πού το βρήκες γραμμένο;==dove sta scritto? 2 trovare; vedere; incontrare πού μπορώ να βρω τη Μαρία;==dove posso trovare Maria? 3 riuscire a trovare; indovinare; scoprire βρήκα τη λύση==ho trovato la soluzione | βρήκε επιτέλους μια καλή δουλειά==finalmente è riuscito a trovare un buon lavoro | σκέψου λίγο και θα το βρεις μόνος σου==pensaci un po' e ci arriverai da solo! 4 trovare; credre; ritenere; giudicare τον βρίσκω συμπαθητικό==lo trovo simpatico | ωραία μέρα, δε βρίσκεις;==bella giornata, non trovi? 5 colpire; raggiungere η σφαίρα τον βρήκε στο στομάχι==la pallottola lo colpì allo stomaco+++τα βρήκανε==si sono riconciliati; hanno fatto la pace || si sono messi d' accordo | βρήκα το μπελά μου==mi sono messo in un bel guaio, nei guai | βρήκες άνθρωπο! ==(ironico) hai proprio trovato la persona adatta! | τα βρήκε σκούρα==ha incontrato grosse difficoltà | τα βρήκε μπαστούνια==ha incontrato grosse difficoltà | τη βρίσκω==spassarsela permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |