Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρομάω
ρήμα αμετάβατο variante di [βρομώ] βρομώ ρήμα αμετάβατο puzza`re; emana`re catti`vo odo`re το δωμάτιο βρομάει κλεισούρα==la stanza puzza di rinchiuso | βρομάει η ανάσα του==ha il fiato che puzza | τα ψάρια αρχίζουν να βρομάνε==i pesci cominciano a puzzare+++το ένα του βρομάει, το άλλο του μυρίζει==non ce n'è una che gli vada bene; non c' è niente che gli piaccia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |