Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρομοκοπάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [βρομοκοπώ]

βρομοκοπώ  
ρήμα μεταβατικό

appesta`re; far puzza`re μου βρομοκόπησες το σπίτι με το πούρο σου!==mi hai appestato la casa con il tuo sigaro!

βρομοκοπώ
ρήμα αμετάβατο

puzza`re terribilme`nte βρομοκοπάει κρασίλα==il suo alito puzza terribilmente di vino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρομόκαιρος βρομόλογο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---