Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρομοδουλειά
ουσιαστικό θηλυκό 1 lavora`ccio ~m~; lavo`ro ~m~ sporco 2 lavo`ro ~m~ sporco; facce`nda ~f~ sporca; affa`re ~m~ losco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |