Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρομόγλωσσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lingua`ccia ~f~; malali`ngua ~f~ γιατί βάζεις στο σπίτι σου αυτή τη βρομόγλωσσα;==perché lasci entrare a casa tua quella malalingua?
2 perso`na ~f~ sbocca`ta, scurri`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρομισμένος βρομοδουλειά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---