Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρομιάρης  
επίθετο

1 sporco; su`dicio: sozzo
2 ((figurato)) sporcaccio`ne; sozzo`ne; porco; maia`le δεν θέλω να τον ξαναδώ στα μάτια μον αυτόν τον βρομιάρη==non lo voglio più vedere quello sporcaccione!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρομιάρα βρομιάρικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---