Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quòrum (ουσ αρσ ) rabbinìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
quòta (θηλ.ουσ) rabbìno (ουσ αρσ )
quotàre (ρ. μτβ.) rabbiosaménte (επίρ.)
quotàto (επίθ.) rabbióso (επίθ.)
quotatùra (θηλ.ουσ) rabboccàre (ρ. μτβ.)
quotazióne (θηλ.ουσ) rabbócco (ουσ αρσ )
quotidianaménte (επίρ.) rabbonacciàre (ρ. μτβ.)
quotidiàno (ουσ αρσ ) rabbonacciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
quotidiàno (επίθ.) rabbonìre (ρ.αμτβ.)
quotizzàre (ρ. μτβ.) rabbonìre (ρ. μτβ.)
quòto (ουσ αρσ ) rabbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
quoziènte (ουσ αρσ ) rabbriccicàre (ρ. μτβ.)
rabàrbaro (ουσ αρσ ) rabbrividìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabattìno (αρσ. επίθ και ουσ) rabbruscaménto (ουσ αρσ )
rabàzza (θηλ.ουσ) rabbruscàre (ρ.αμτβ.)
rabbellìre (ρ. μτβ.) rabbruscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabberciaménto (ουσ αρσ ) rabbuffàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabberciàre (ρ. μτβ.) rabbuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabberciatùra (θηλ.ουσ) rabbuffàto (επίθ.)
ràbbi (ουσ αρσ ) rabbùffo (ουσ αρσ )
ràbbia (θηλ.ουσ) rabbuiàre (ρ.αμτβ.)
ràbbico (επίθ.) rabbuiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabbinàto (ουσ αρσ ) rabdomànte (ουσ αρσ και θηλ.)
rabbìnico (επίθ.) rabdomàntico (επίθ.)
rabbinìsmo (ουσ αρσ ) rabdomanzìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: