Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrabàrbaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raˈbarbaro] 1 ρήον (φυτό) 2 ραβέντι (φυτό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |