Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rabbìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rabˈbino]

ραβίνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rabbinista rabbiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rabbico (επίθ.)
rabbinato (ουσ αρσ )
rabbinico (επίθ.)
rabbinismo (ουσ αρσ )
rabbinista (ουσ αρσ και θηλ.)
rabbino (ουσ αρσ )
rabbiosamente (επίρ.)
rabbioso (επίθ.)
rabboccare (ρ. μτβ.)
rabbocco (ουσ αρσ )
rabbonacciare (ρ. μτβ.)
rabbonacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabbonire (ρ.αμτβ.)
rabbonire (ρ. μτβ.)
rabbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbriccicare (ρ. μτβ.)
rabbrividire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabbruscamento (ουσ αρσ )
rabbruscare (ρ.αμτβ.)
rabbruscarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---