Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rabbrividìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rabbriviˈdire]

ανατριχιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rabbriccicare rabbruscamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rabbonacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabbonire (ρ.αμτβ.)
rabbonire (ρ. μτβ.)
rabbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbriccicare (ρ. μτβ.)
rabbrividire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabbruscamento (ουσ αρσ )
rabbruscare (ρ.αμτβ.)
rabbruscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbuffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabbuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbuffato (επίθ.)
rabbuffo (ουσ αρσ )
rabbuiare (ρ.αμτβ.)
rabbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabdomante (ουσ αρσ και θηλ.)
rabdomantico (επίθ.)
rabdomanzia (θηλ.ουσ)
rabescare (ρ. μτβ.)
rabescato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---