Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrabbùffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rabˈbuffo] 1 θύμωμα 2 ονειδισμός 3 κατσάδιασμα 4 επιτίμηση 5 επίπληξη 6 μάλωμα 7 τσάκωμα 8 κάκιωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |