Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rabbuffàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rabbufˈfare]

1 ανακατώνω
2 αναστατώνω
3 μαλώνω
4 επικρίνω
5 συγχύζω
6 μπερδεύω
7 δημιουργώ ακαταστασία και βρομιά
8 μπλέκω
9 μπερδεύω
10 τσαλακώνω
11 μέμφομαι

rabbuffarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rabbufˈfarsi]

1 συμπλέκομαι
2 απειλώ με καταιγίδα
3 πιάνομαι στα χέρια
4 μπλέκομαι σε καβγά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rabbruscarsi rabbuffato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rabbriccicare (ρ. μτβ.)
rabbrividire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabbruscamento (ουσ αρσ )
rabbruscare (ρ.αμτβ.)
rabbruscarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbuffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabbuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
rabbuffato (επίθ.)
rabbuffo (ουσ αρσ )
rabbuiare (ρ.αμτβ.)
rabbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabdomante (ουσ αρσ και θηλ.)
rabdomantico (επίθ.)
rabdomanzia (θηλ.ουσ)
rabescare (ρ. μτβ.)
rabescato (επίθ.)
rabescatura (θηλ.ουσ)
rabesco (ουσ αρσ )
rabicano (επίθ.)
rabido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---