Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rabdomanzìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rabdomanˈtsia]

1 ραβδοσκοπία
2 ραβδομαντεία
3 υδατοσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rabdomantico rabescare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rabbuffo (ουσ αρσ )
rabbuiare (ρ.αμτβ.)
rabbuiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rabdomante (ουσ αρσ και θηλ.)
rabdomantico (επίθ.)
rabdomanzia (θηλ.ουσ)
rabescare (ρ. μτβ.)
rabescato (επίθ.)
rabescatura (θηλ.ουσ)
rabesco (ουσ αρσ )
rabicano (επίθ.)
rabido (επίθ.)
rabula (ουσ αρσ και θηλ.)
raccapezzare (ρ. μτβ.)
raccapezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raccapriccevole (επίθ.)
raccapricciante (επίθ.)
raccapricciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccapriccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---