Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraccaprìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rakkaˈpritʧo] 1 τρόμος 2 φρίκη 3 φόβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |