Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrakkjo]

τσαμπί από χοντρά σταφύλια

ràcchio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrakkjo]

1 άσχημος
2 άγαρμπος
3 ασχημομούρηςb


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  racchetta racchiocciolarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccattacicche (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattapalle (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattare (ρ. μτβ.)
raccattatura (θηλ.ουσ)
racchetta (θηλ.ουσ)
racchio (ουσ αρσ )
racchio (επίθ.)
racchiocciolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
racchiudere (ρ. μτβ.)
racciabattare (ρ. μτβ.)
raccogliere (ρ. μτβ.)
raccogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
raccoglimento (ουσ αρσ )
raccogliticcio (ουσ αρσ )
raccogliticcio (επίθ.)
raccoglitore (αρσ. επίθ και ουσ)
raccolta (θηλ.ουσ)
raccoltamente (επίρ.)
raccolto (ουσ αρσ )
raccolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---