Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraccoglitìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rakkoʎʎiˈtitʧo] 1 τυχαία συλλογή 2 ετερόκλητη συλλογή raccoglitìccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rakkoʎʎiˈtitʧo] 1 μαζεμένος εδώ και κει 2 μαζεμένος τυχαία 3 συλλεγείς στην τύχη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |