Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccògliere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔʎʎere]

1 (radunare, da terra) μαζεύω
2 (collezionare) συλλέγω

raccògliersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rakˈkɔʎʎersi]

1 συρρέω
2 προστρέχω
3 ρέω μαζί στο ίδιο μέρος
4 συγκεντρώνομαι
5 συναθροίζομαι
6 αυτοσυγκεντρώνομαι
7 συνέρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  racciabattare raccoglimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

racchio (ουσ αρσ )
racchio (επίθ.)
racchiocciolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
racchiudere (ρ. μτβ.)
racciabattare (ρ. μτβ.)
raccogliere (ρ. μτβ.)
raccogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
raccoglimento (ουσ αρσ )
raccogliticcio (ουσ αρσ )
raccogliticcio (επίθ.)
raccoglitore (αρσ. επίθ και ουσ)
raccolta (θηλ.ουσ)
raccoltamente (επίρ.)
raccolto (ουσ αρσ )
raccolto (επίθ.)
raccomandabile (επίθ.)
raccomandante (ουσ αρσ )
raccomandante (επίθ.)
raccomandare (ρ. μτβ.)
raccomandarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---