Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccattacìcche  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rak,kattaˈʧikke]

άνθρωπος που μαζεύει γόπες (αποτσίγαρα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccattacenere raccattapalle  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccapricciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccapriccio (ουσ αρσ )
raccartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raccattacenere (ουσ αρσ )
raccattacicche (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattapalle (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattare (ρ. μτβ.)
raccattatura (θηλ.ουσ)
racchetta (θηλ.ουσ)
racchio (ουσ αρσ )
racchio (επίθ.)
racchiocciolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
racchiudere (ρ. μτβ.)
racciabattare (ρ. μτβ.)
raccogliere (ρ. μτβ.)
raccogliersi (ρ. μ. αμτβ.)
raccoglimento (ουσ αρσ )
raccogliticcio (ουσ αρσ )
raccogliticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---