Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraccattacìcche
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rak,kattaˈʧikke] άνθρωπος που μαζεύει γόπες (αποτσίγαρα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |