raccapricciàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rakkapritˈʧare]
1 ανατριχιάζω
2 φρικιώ
3 τρομοκρατούμαι
4 τρεμουλιάζω
5 ριγώ
6 τρέμω
7 αλαφιάζομαι
raccapricciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [rakkapritˈʧarsi]
1 ριγώ
2 ανατριχιάζω
3 τρομοκρατούμαι
4 αλαφιάζομαι
5 τρεμουλιάζω
6 τρέμω
7 φρικιώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rakkapritˈʧare]
1 ανατριχιάζω
2 φρικιώ
3 τρομοκρατούμαι
4 τρεμουλιάζω
5 ριγώ
6 τρέμω
7 αλαφιάζομαι
raccapricciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [rakkapritˈʧarsi]
1 ριγώ
2 ανατριχιάζω
3 τρομοκρατούμαι
4 αλαφιάζομαι
5 τρεμουλιάζω
6 τρέμω
7 φρικιώ
permalink
raccapricciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android