Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccapriccévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rakkapritˈʧevole]

1 μακάβριος
2 φρικιαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccapezzarsi raccapricciante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rabicano (επίθ.)
rabido (επίθ.)
rabula (ουσ αρσ και θηλ.)
raccapezzare (ρ. μτβ.)
raccapezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raccapriccevole (επίθ.)
raccapricciante (επίθ.)
raccapricciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raccapricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccapriccio (ουσ αρσ )
raccartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raccattacenere (ουσ αρσ )
raccattacicche (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattapalle (ουσ αρσ και θηλ.)
raccattare (ρ. μτβ.)
raccattatura (θηλ.ουσ)
racchetta (θηλ.ουσ)
racchio (ουσ αρσ )
racchio (επίθ.)
racchiocciolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---