Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔto]

πηλίκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quotizzare quoziente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quotazione (θηλ.ουσ)
quotidianamente (επίρ.)
quotidiano (ουσ αρσ )
quotidiano (επίθ.)
quotizzare (ρ. μτβ.)
quoto (ουσ αρσ )
quoziente (ουσ αρσ )
rabarbaro (ουσ αρσ )
rabattino (αρσ. επίθ και ουσ)
rabazza (θηλ.ουσ)
rabbellire (ρ. μτβ.)
rabberciamento (ουσ αρσ )
rabberciare (ρ. μτβ.)
rabberciatura (θηλ.ουσ)
rabbi (ουσ αρσ )
rabbia (θηλ.ουσ)
rabbico (επίθ.)
rabbinato (ουσ αρσ )
rabbinico (επίθ.)
rabbinismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---