Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rabberciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rabberʧaˈmento]

1 πρόσραμμα
2 τσαπατσουλιά
3 μπάλωμα
4 μαστόρεμα
5 μερεμέτι
6 ξεγύρισμα
7 επιδιόρθωση
8 καρίκωμα
9 μαντάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rabbellire rabberciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quoziente (ουσ αρσ )
rabarbaro (ουσ αρσ )
rabattino (αρσ. επίθ και ουσ)
rabazza (θηλ.ουσ)
rabbellire (ρ. μτβ.)
rabberciamento (ουσ αρσ )
rabberciare (ρ. μτβ.)
rabberciatura (θηλ.ουσ)
rabbi (ουσ αρσ )
rabbia (θηλ.ουσ)
rabbico (επίθ.)
rabbinato (ουσ αρσ )
rabbinico (επίθ.)
rabbinismo (ουσ αρσ )
rabbinista (ουσ αρσ και θηλ.)
rabbino (ουσ αρσ )
rabbiosamente (επίρ.)
rabbioso (επίθ.)
rabboccare (ρ. μτβ.)
rabbocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---