Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quòta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔta]

1 η εισφορά
2 (porzione, parte) το μερίδιο
3 (pagamento) κόστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quorum quotare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αεροπορία] a bassa quota [θηλ.] = aviazione χαμηλά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quissimile (ουσ αρσ )
quivi (επίρ.)
quiz (ουσ αρσ )
quondam (επίρ.)
quorum (ουσ αρσ )
quota (θηλ.ουσ)
quotare (ρ. μτβ.)
quotato (επίθ.)
quotatura (θηλ.ουσ)
quotazione (θηλ.ουσ)
quotidianamente (επίρ.)
quotidiano (ουσ αρσ )
quotidiano (επίθ.)
quotizzare (ρ. μτβ.)
quoto (ουσ αρσ )
quoziente (ουσ αρσ )
rabarbaro (ουσ αρσ )
rabattino (αρσ. επίθ και ουσ)
rabazza (θηλ.ουσ)
rabbellire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---