Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

natìvo (ουσ αρσ ) nàusea (θηλ.ουσ)
natìvo (επίθ.) nauseabóndo (επίθ.)
nàto (ουσ αρσ ) nauseànte (επίθ.)
nàto (επίθ.) nauseàre (ρ. μτβ.)
nàtron (ουσ αρσ ) nauseàto (επίθ.)
nàtta (θηλ.ουσ) nàuta (ουσ αρσ )
natùra (θηλ.ουσ) nàutica (θηλ.ουσ)
naturàle (αρσ. επίθ και ουσ) nàutico (επίθ.)
naturalézza (θηλ.ουσ) nàutilo (ουσ αρσ )
naturalìsmo (ουσ αρσ ) navàle (επίθ.)
naturalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) navalmeccànica (θηλ.ουσ)
naturalìstico (επίθ.) navalmeccànico (ουσ αρσ )
naturalizzàre (ρ. μτβ.) navalmeccànico (επίθ.)
naturalizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) navàrco (ουσ αρσ )
naturalizzazióne (θηλ.ουσ) navàrra (θηλ.ουσ)
naturalménte (επίρ.) navàta (θηλ.ουσ)
naturamortìsta (ουσ αρσ και θηλ.) nàve (θηλ.ουσ)
naturìsmo (ουσ αρσ ) navétta (θηλ.ουσ)
naturìsta (ουσ αρσ και θηλ.) navicèlla (θηλ.ουσ)
naturìsta (επίθ.) navicèllo (ουσ αρσ )
naufragàre (ρ.αμτβ.) navicolàre (επίθ.)
naufràgio (ουσ αρσ ) navigàbile (επίθ.)
nàufrago (ουσ αρσ ) navigabilità (θηλ.ουσ)
naumachìa (θηλ.ουσ) navigànte (ουσ αρσ )
naupatìa (θηλ.ουσ) navigànte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: