Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apolìtico (αρσ. επίθ και ουσ) appacificàre (ρ. μτβ.)
apòllo (ουσ αρσ ) appagàbile (επίθ.)
apologèta (ουσ αρσ και θηλ.) appagaménto (ουσ αρσ )
apologètica (θηλ.ουσ) appagànte (επίθ.)
apologètico (επίθ.) appagàre (ρ. μτβ.)
apologìa (θηλ.ουσ) appagarsi (ρ.μ. (αντων.))
apologìsta (ουσ αρσ και θηλ.) appaiaménto (ουσ αρσ )
aponèurosi, aponeuròsi (θηλ.ουσ) appaiàre (ρ. μτβ.)
apoplessìa (θηλ.ουσ) appaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
apoplèttico (αρσ. επίθ και ουσ) appallottolàre (ρ. μτβ.)
aporìa (θηλ.ουσ) appallottolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
apostasìa (θηλ.ουσ) appaltàre (ρ. μτβ.)
apòstata (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) appaltatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
apostatàre (ρ.αμτβ.) appàlto (ουσ αρσ )
apostèma (ουσ αρσ και θηλ.) appannàggio (ουσ αρσ )
apostolàto (ουσ αρσ ) appannaménto (ουσ αρσ )
apostòlico (αρσ. επίθ και ουσ) appannàre (ρ. μτβ.)
apòstolo (ουσ αρσ ) appannàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
apòstrofe (θηλ.ουσ) appannàto (επίθ.)
apòstrofo (ουσ αρσ ) apparàto (ουσ αρσ )
apotèma (ουσ αρσ ) apparecchiàre (ρ. μτβ.)
apoteòsi (θηλ.ουσ) apparecchiàto (επίθ.)
apotropàico (επίθ.) apparecchiatùra (θηλ.ουσ)
appaciaménto (ουσ αρσ ) apparécchio (ουσ αρσ )
appaciàre (ρ. μτβ.) apparentaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: