Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appaltàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appalˈtare]

1 αναλαμβάνω δουλειά με σύμβαση
2 κατακυρώνω
3 επιδικάζω
4 αναθέτω σύμβαση
5 υπενοικιάζω
6 δίνω δουλειά σε υποκατασκευαστή
7 εκμισθώνω (νομικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appallottolarsi appaltatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appaiamento (ουσ αρσ )
appaiare (ρ. μτβ.)
appaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
appallottolare (ρ. μτβ.)
appallottolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appaltare (ρ. μτβ.)
appaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
appalto (ουσ αρσ )
appannaggio (ουσ αρσ )
appannamento (ουσ αρσ )
appannare (ρ. μτβ.)
appannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appannato (επίθ.)
apparato (ουσ αρσ )
apparecchiare (ρ. μτβ.)
apparecchiato (επίθ.)
apparecchiatura (θηλ.ουσ)
apparecchio (ουσ αρσ )
apparentamento (ουσ αρσ )
apparentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---