Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appaiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appaˈjare]

1 συζευγνύω
2 ταιριάζω
3 ζευγαρώνω
4 σμίγω

appaiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [appaˈjarsi]

1 βρίσκω ταίρι
2 ζευγαρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appaiamento appallottolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appagamento (ουσ αρσ )
appagante (επίθ.)
appagare (ρ. μτβ.)
appagarsi (ρ.μ. (αντων.))
appaiamento (ουσ αρσ )
appaiare (ρ. μτβ.)
appaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
appallottolare (ρ. μτβ.)
appallottolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appaltare (ρ. μτβ.)
appaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
appalto (ουσ αρσ )
appannaggio (ουσ αρσ )
appannamento (ουσ αρσ )
appannare (ρ. μτβ.)
appannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appannato (επίθ.)
apparato (ουσ αρσ )
apparecchiare (ρ. μτβ.)
apparecchiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---