Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appagaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appagaˈmento]

ικανοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appagabile appagante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apotropaico (επίθ.)
appaciamento (ουσ αρσ )
appaciare (ρ. μτβ.)
appacificare (ρ. μτβ.)
appagabile (επίθ.)
appagamento (ουσ αρσ )
appagante (επίθ.)
appagare (ρ. μτβ.)
appagarsi (ρ.μ. (αντων.))
appaiamento (ουσ αρσ )
appaiare (ρ. μτβ.)
appaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
appallottolare (ρ. μτβ.)
appallottolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appaltare (ρ. μτβ.)
appaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
appalto (ουσ αρσ )
appannaggio (ουσ αρσ )
appannamento (ουσ αρσ )
appannare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---