Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappàlto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [apˈpalto] 1 συμφωνία 2 κατακύρωση 3 σύμβαση 4 συμβόλαιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendere qualcosa in appalto = πέρνω κάτι εργολαβία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |