Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈpalto]

1 συμφωνία
2 κατακύρωση
3 σύμβαση
4 συμβόλαιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appaltatore appannaggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prendere qualcosa in appalto = πέρνω κάτι εργολαβία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
appallottolare (ρ. μτβ.)
appallottolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appaltare (ρ. μτβ.)
appaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
appalto (ουσ αρσ )
appannaggio (ουσ αρσ )
appannamento (ουσ αρσ )
appannare (ρ. μτβ.)
appannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appannato (επίθ.)
apparato (ουσ αρσ )
apparecchiare (ρ. μτβ.)
apparecchiato (επίθ.)
apparecchiatura (θηλ.ουσ)
apparecchio (ουσ αρσ )
apparentamento (ουσ αρσ )
apparentare (ρ. μτβ.)
apparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apparente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---