Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apparàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appaˈrato]

1 μηχανισμός
2 μηχάνημα
3 συσκευή
4 προετοιμασία
5 πομπώδης επίδειξη
6 διάταξη
7 επίδειξη
8 μηχανή
9 πομπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appannato apparecchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appannaggio (ουσ αρσ )
appannamento (ουσ αρσ )
appannare (ρ. μτβ.)
appannarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appannato (επίθ.)
apparato (ουσ αρσ )
apparecchiare (ρ. μτβ.)
apparecchiato (επίθ.)
apparecchiatura (θηλ.ουσ)
apparecchio (ουσ αρσ )
apparentamento (ουσ αρσ )
apparentare (ρ. μτβ.)
apparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apparente (επίθ.)
apparentemente (επίρ.)
apparenza (θηλ.ουσ)
apparigliare (ρ. μτβ.)
apparire (ρ.αμτβ.)
appariscente (επίθ.)
appariscenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---