Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapparécchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appaˈrekkjo] η συσκευή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαapparecchio [αρσ.] acustico = το ακουστικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |