Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apparécchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appaˈrekkjo]

η συσκευή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apparecchiatura apparentamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


apparecchio [αρσ.] acustico = το ακουστικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appannato (επίθ.)
apparato (ουσ αρσ )
apparecchiare (ρ. μτβ.)
apparecchiato (επίθ.)
apparecchiatura (θηλ.ουσ)
apparecchio (ουσ αρσ )
apparentamento (ουσ αρσ )
apparentare (ρ. μτβ.)
apparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apparente (επίθ.)
apparentemente (επίρ.)
apparenza (θηλ.ουσ)
apparigliare (ρ. μτβ.)
apparire (ρ.αμτβ.)
appariscente (επίθ.)
appariscenza (θηλ.ουσ)
apparizione (θηλ.ουσ)
appartamento (ουσ αρσ )
appartare (ρ. μτβ.)
appartarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---