Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apparìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appaˈrire]

εμφανίζομαι, φαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apparigliare appariscente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apparente (επίθ.)
apparentemente (επίρ.)
apparenza (θηλ.ουσ)
apparigliare (ρ. μτβ.)
apparire (ρ.αμτβ.)
appariscente (επίθ.)
appariscenza (θηλ.ουσ)
apparizione (θηλ.ουσ)
appartamento (ουσ αρσ )
appartare (ρ. μτβ.)
appartarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appartato (αρσ. επίθ και ουσ)
appartenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
appartenenza (θηλ.ουσ)
appartenere (ρ.αμτβ.)
appassimento (ουσ αρσ )
appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---