Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apòstolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔstolo]

1 κήρυκας
2 απόστολος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apostolico apostrofe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apostata (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
apostatare (ρ.αμτβ.)
apostema (ουσ αρσ και θηλ.)
apostolato (ουσ αρσ )
apostolico (αρσ. επίθ και ουσ)
apostolo (ουσ αρσ )
apostrofe (θηλ.ουσ)
apostrofo (ουσ αρσ )
apotema (ουσ αρσ )
apoteosi (θηλ.ουσ)
apotropaico (επίθ.)
appaciamento (ουσ αρσ )
appaciare (ρ. μτβ.)
appacificare (ρ. μτβ.)
appagabile (επίθ.)
appagamento (ουσ αρσ )
appagante (επίθ.)
appagare (ρ. μτβ.)
appagarsi (ρ.μ. (αντων.))
appaiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---